συμποτικός

συμποτικός
-ή, -ό / συμποτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συμπότης]
αυτός που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε συμπόσιο (α. «συμποτικά άσματα» β. «συμποτική μουσική», Φιλόδ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ συμποτικός
αυτός που συχνάζει σε συμπόσια, που τού αρέσουν τα συμπόσια
2. φρ. α) «συμποτικαὶ ἁρμονίαι» — μελωδίες που ταιριάζουν σε συμπόσιο (Πλάτ.)
β) «νόμοι συμποτικοί» — κανόνες για τη διεξαγωγή τού συμποσίου, που τούς επέβαλλε ο συμποσίαρχος (Πλάτ.)
γ) «Συμποτικὰ προβλήματα» — τίτλος έργου τού Πλουτάρχου
δ) «Συμποτικοὶ διάλογοι» και «Συμποτικὰ υπομνήματα» — τίτλοι έργων τού Περσαίου.
επίρρ...
συμποτικῶς Α
με τρόπο που ταιριάζει σε συμπόσιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συμποτικός — convivial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικά — συμποτικός convivial neut nom/voc/acc pl συμποτικά̱ , συμποτικός convivial fem nom/voc/acc dual συμποτικά̱ , συμποτικός convivial fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικώτερον — συμποτικός convivial adverbial comp συμποτικός convivial masc acc comp sg συμποτικός convivial neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμποτικός — συμποτικός , συμποτικός convivial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικῶν — συμποτικός convivial fem gen pl συμποτικός convivial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικόν — συμποτικός convivial masc acc sg συμποτικός convivial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικώτατον — συμποτικός convivial masc acc superl sg συμποτικός convivial neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικαῖς — συμποτικός convivial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικαί — συμποτικός convivial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμποτικοῖς — συμποτικός convivial masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”